- φλοκάτη
- [флокати] ουσ. 0. мохнатый шерстянной ковёр,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
φλοκάτη — φλοκάτη, η και φλοκάτα, η (λ. ιταλ.) 1. παχύ (χοντρό) και βαρύ φλοκωτό πανωφόρι τσοπάνηδων και χωρικών, η κάπα, η καπότα: Εβρόντησαν τα χαϊμαλιά, ανέμισε η φλοκάτη (Α. Βαλαωρίτης). 2. είδος μάλλινης κουβέρτας φλοκωτής, τσέργα, βελέντζα:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φλοκάτη — και φλοκάτα και παλαιότερος τ. φλοκκάτα, η, Ν 1. χοντρό πανωφόρι βοσκών και χωρικών 2. μάλλινο φλοκωτό κλινοσκέπασμα ή χαλί, βελέντζα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τού επιθ. φλοκάτος] … Dictionary of Greek
βελέντζα — η (Μ βελέντζα) βαρύ μάλλινο κλινοσκέπασμα με κρόσια, φλοκάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < (αρωμουν.) velentza < τουρκ. velence] … Dictionary of Greek
νακοτάπης — νακοτάπης, ό, και νακοτάπητον, τὸ (Μ) τάπητας δασύμαλλος που μοιάζει με δέρμα προβάτου, φλοκάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νάκη «προβιά» + τάπης, ητος] … Dictionary of Greek
φλοκάτα — και παλαιότερος τ. φλοκκάτα, η, Ν βλ. φλοκάτη … Dictionary of Greek
φλοκιαστός — ή, ό, Ν [φλοκιάζω] 1. φλοκωτός 2. το θηλ. ως ουσ. η φλοκιαστή φλοκάτη … Dictionary of Greek
φλοκωτός — ή, ό, Ν 1. (για ύφασμα) αυτός που έχει φλόκια («φλοκωτή κουβέρτα) 2. το θηλ. ως ουσ. η φλοκωτή φλοκάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόκα + κατάλ. ωτός (πρβλ. χνουδ ωτός)] … Dictionary of Greek
ανάσκελος — η, ο ο με τη ράχη κάτω: Η γάτα, ανάσκελη στη φλοκάτη, ήταν όλο παιχνίδια και νάζια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βελέντζα — η μάλλινο βαρύ και χοντρό σκέπασμα για το κρεβάτι, φλοκάτη: Στις χειμωνιάτικες εκδρομές μας στο καταφύγιο σκεπαζόμαστε το βράδυ με βελέντζα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φλοκάτος — η, ο 1. φλοκωτός (βλ. λ.). 2. το θηλ. ως ουσ., φλοκάτη (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φλοκωτός — ή, ό 1. (για υφάσματα), αυτός που έχει φλόκια (βλ. λ.), φλοκιαστός, φλοκάτος: Φλοκωτή βελέντζα. 2. το θηλ. ως ουσ., φλοκωτή η φλοκάτη (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)